- λάφι
- το олень
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λάφι — το το ελάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐλάφι*, με σίγηση τού αρκτικού ε ] … Dictionary of Greek
λάφι — το ιού, το ελάφι, η λαφίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλάφι — και λάφι, το το ελάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λ. ελάφι Ο μεν τ. αλάφι με προληπτική αφομοίωση τού ε σε α, ο δε τ. λάφι με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφάκι, αλαφιάζω, αλαφίνα, αλαφόπουλο. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλαφοκέρατο, αλαφοκυνηγάρης.… … Dictionary of Greek
ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… … Dictionary of Greek
λαφίνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 97 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 80 χλμ. ΝΔ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νεράιδας. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Σκλήβενο. * * * η [λάφι] 1. η ελαφίνα… … Dictionary of Greek
λαφιάζω — αλαφιάζω, φοβίζω, τρομάζω κάποιον ή τρομάζω ο ίδιος, ξαφνιάζομαι, ταράζομαι, φοβάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάφι ή αλαφιάζω (με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος) < αλάφι ή ελαφιάζω] … Dictionary of Greek
λαφιάτης — και λαφίτης, ο [λάφι] κοινή ονομασία τού είδους Elaphis quatorlineata, ακίνδυνου φιδιού που συχνάζει μέσα στα σπίτια και θεωρείται ότι φέρνει ευτυχία … Dictionary of Greek
λαφογεννώ — και άω (για γυναίκα που αργεί να συλλάβει παιδί) γεννώ κάθε εφτά χρόνια σαν την ελαφίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάφι + γεννώ] … Dictionary of Greek
ελάφι, το — και (α)λάφι, το θηλαστικό μηρυκαστικό ζώο των δασών, με διακλαδισμένα κέρατα στο κεφάλι (μόνο το αρσενικό) και ικανότητα εξαιρετική στο τρέξιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)